- αλλαΐζω
- [αλλάι]1. αλλάζω στροφή τών βοδιών στο αλώνισμα2. φωνάζω «αλλάι» στα ζώα που αλωνίζουν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλλάι — το 1. βλ. αλλά(γ)ι 2 (ως επίρρ.) α) δίπλα, παραπλεύρως β) ύστερα, έπειτα, κατόπιν γ) (ως επιφών.) παράγγελμα για την αλλαγή στροφής βοδιών στο αλώνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλάγι* με σίγηση του γ . ΠΑΡ. νεοελλ. αλλαΐζω, αλλαϊνός] … Dictionary of Greek